Γίνε Μέλος
Ανάλαβε Δράση
Ενίσχυσέ Μας
της Δρος Κέρη Π. Μαυρομμάτη*
Σύμφωνα με τις Αποφάσεις 817(1993) και 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συνιστάται σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ η εξεύρεση λύσης επί της διαφοράς που δημιουργήθηκε για το όνομα του κράτους, εξετάζοντας την αποδοχή της αίτησης της ΠΓΔΜ να γίνει μέλος του ΟΗΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή η διαφορά χρειάζεται να λυθεί με σκοπό να καταλήξουν σε συμφωνία για τη διαφορά τους, για να διατηρηθεί η ειρήνη και οι σχέσεις καλής γειτονίας στη περιοχή.
Είναι χρήσιμο να τονισθεί η αλήθεια, ότι δηλαδή η Ελλάδα το 1993 δεν ζήτησε να αλλάξει την συνταγματική της ονομασία η ΠΓΔΜ, αλλά το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τις αποφάσεις του 817/7-4-1993 και 845/18-6-1993, που περιέχουν ρητά ότι, σε συνδυασμό με την απόφαση 47/225 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, πιέζει τα κράτη Ελλάδα και ΠΓΔΜ να συνάψουν συμφωνία για μία διαφορετική ονομασία από τη συνταγματική ονομασία αυτού του νεοπαγούς κράτους, διότι η συνταγματική ονομασία της ΠΓΔΜ, με την οποία ζητά να γίνει μέλος του ΟΗΕ, δεν εξυπηρετεί την ειρήνη και τις σχέσεις καλής γειτονίας στη περιοχή.
Έτσι λοιπόν τα κράτη Ελλάδα και ΠΓΔΜ, στις 17-6-2018 στις Πρέσπες, υπέγραψαν και κατόπιν κύρωσαν στο Κοινοβούλιο τους, χωρίς να συντρέχει η απαιτούμενη ουσιαστική προϋπόθεση της ελεύθερης Συναίνεσης-Βούλησης του κάθε συμβαλλομένου κράτους για την έγκυρη σύναψη της, μία διεθνής Συμφωνία-Συνθήκη με τον τίτλο «Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας 817/1993 και 845/1993, τη Λήξη της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση εταιρικής στρατηγικής σχέσης μεταξύ των μερών».
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3α της Συμφωνίας των Πρεσπών, το συνταγματικό όνομα του δευτέρου μέρους θα είναι «Δημοκρατία Βόρειας Μακεδονίας» και «σε συντομία Βόρεια Μακεδονία».
Ας προσφύγουμε λοιπόν στις διατάξεις των άρθρων της Συμφωνίας στο αγγλικό κείμενο, που είναι το αυθεντικό, για να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε πρώτον ότι οι κυβερνήσεις των συμβαλλομένων κρατών δεν συνομολόγησαν όνομα Βόρεια Μακεδονία, μόνο με γεωγραφικό προσδιορισμό όπως υποστήριζαν, και δεύτερον τις συνέπειες αυτής της συνομολογηθείσης ονομασίας.
Ειδικότερα
Ι. Οι όροι «Μακεδονία και Μακεδόνας» έχουν την έννοια του άρθρου 7 αυτής της Συμφωνίας. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 και παρ. 3 αυτής της Συμφωνίας, οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» υποδηλώνουν-νοούνται:
1) η βόρεια περιοχή («area») του πρώτου συμβαλλόμενου μέρους/Ελλάς, και η επικράτεια-έδαφος («territory») του δεύτερου συμβαλλομένου μέρους, 2) τον λαό («people») και τα χαρακτηριστικά του («their attributes») της βόρειας περιοχής του πρώτου συμβαλλομένου μέρους/Ελλάδας και τον λαό του δεύτερου συμβαλλομένου μέρους, 3) αυτός ο λαός της βόρειας περιοχής του πρώτου συμβαλλομένου μέρους/Ελλάδας έχει τα δικά του χαρακτηριστικά όπως τον ελληνικό πολιτισμό, ιστορία, παιδεία και κληρονομιά αυτής της βόρειας περιοχής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, 4) ο λαός της επικράτειας του δεύτερου συμβαλλομένου μέρους έχει δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του γλώσσα, δική του ιστορία, τον δικό του πολιτισμό, τη δική του κληρονομιά, που είναι σαφώς διακριτά από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την παιδεία, την κληρονομιά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και 5) η επίσημη γλώσσα, που είναι η μακεδονική γλώσσα.
Συνεπώς από τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν τα παρακάτω:
Η ονομασία-όρος «Μακεδονία» και ο όρος «Μακεδόνας» αυτού του δεύτερου συμβαλλόμενου κράτους, δεν έχει μόνο γεωγραφικό προσδιορισμό, δηλαδή γεωγραφικά στοιχεία-όρια του εδάφους του, αλλά και ιστορικοπολιτιστικό πλαίσιο, δηλαδή γεωγραφικά και εθνογραφικά χαρακτηριστικά σωρευτικά.
Η ονομασία-όρος Μακεδονία έχει την έννοια της Γεωγραφικής Μακεδονίας και της Ιστορικής Μακεδονίας, εφόσον ρητά αναφέρεται σε εθνολογικά στοιχεία-χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επιφανείας γης που διακρίνεται σε «βόρεια περιοχή της Μακεδονίας» και σε «επικράτεια της Μακεδονίας». Η γεωγραφική θέση της «Μακεδονίας» δεν διαχωρίζεται από την εθνολογική σύσταση «του λαού της Μακεδονίας», εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 & 3 αναφέρονται ρητά σε εθνολογικά χαρακτηριστικά, την γλώσσα μακεδονική, την ιστορία, τον πολιτισμό, την παιδεία και σε χαρακτηριστικά του λαού, δηλαδή συμπεριλαμβάνει στην εθνολογική σύσταση «του λαού της Μακεδονίας».
Έτσι ο κυβερνητικός ισχυρισμός ότι η διαπραγμάτευση και η συμφωνία περιλαμβάνει συναίνεση της Ελλάδας για ονομασία του κράτους της ΠΓΔΜ ως Μακεδονίας μόνο με γεωγραφικό προσδιορισμό, που συνιστά δήθεν εθνική θέση- εθνικό στόχο, δεν περιλαμβάνεται στη Συμφωνία, όπως προκύπτει πρόδηλα από τα παραπάνω εκτεθέντα.
Άλλωστε, η ύπαρξη Γεωγραφικής Μακεδονίας χωρίς την Ιστορική Μακεδονία, συνιστά μία αυθαίρετη αντιεπιστημονική επινόηση για να στηρίξει την εχθρική προπαγάνδα-επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδας, που δεν δεχόταν την Ιστορική Μακεδονία. Αυτή η επινόηση είναι αντιεπιστημονική διότι σύμφωνα με τους αρχαίους και σύγχρονους γεωγράφους, η γεωγραφία δεν διαχωρίζεται από την εθνογραφία αλλά εκτείνεται στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της κάθε συγκεκριμένης επιφανείας της γης και συμπεριλαμβάνει και τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας επί της συγκεκριμένης επιφανείας της γης. (βλ. Στράβων «Γεωγραφικά», Ερατοσθένης «Γεωγραφικά». επίσης βλ. Δρ Κ. Μαυρομμάτη «Η αναγνώριση και ή η άρνηση αναγνώρισης από την Ελλάδα ενός νέου ανεξάρτητου κράτους, όπως η ΠΓΔΜ, είναι κυρίαρχο δικαίωμα της», Εφημερίδα εβδομαδιαία Καστοριάς «ΟΔΟΣ», 2017).
Συνεπώς σύμφωνα με τα παραπάνω, η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζει και συμφωνεί ότι η ονομασία Μακεδονία υποδηλώνει σωρευτικά τη Γεωγραφική Μακεδονία και την Ιστορική Μακεδονία.
ΙΙ. Όσον αφορά τις συνέπειες της ονομασίας Βόρεια Μακεδονία.
Η Μακεδονία διασπάται εδαφικά σε βόρεια περιοχή του ελληνικού κράτους και σε έδαφος της επικράτειας του κράτους της Βόρεια Μακεδονίας.
Αυτή η συνομολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης συνιστά αναγνώριση νομίμου σύστασης του ανεξάρτητου συμβαλλόμενου κράτους, ως προς το απαιτούμενο, κατά το διεθνές δίκαιο, συστατικό στοιχείο ορισμένου εδάφους και μάλιστα συνομολογείται συστατικό στοιχείο μακεδονικού εδάφους με τις διατάξεις μίας διεθνούς συμφωνίας-συνθήκης. (βλ. Ε.Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, σ.39, Κ. Ευσταθιάδης, Διεθνές Δίκαιο, σ. 275επ.,395 επ.).
Ουδέποτε ελληνική κυβέρνηση είχε προβεί σε τέτοια συναίνεση διότι δεν εναρμονίζεται με το διεθνές δίκαιο περί νομίμου απόκτησης εδάφους ενός ανεξαρτήτου κράτους.
Η κυβερνητική συναίνεση για την ύπαρξη ενός κράτους με την ονομασία μίας διοικητικής περιφέρειας του ελληνικού κράτους, συνιστά περιορισμό άσκησης κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού κράτους.
Επίσης δεν υλοποιεί την διεθνή αρχή του απαραβίαστου των συνόρων, εφόσον μπορεί ν’ αποτελεί ένα μέσον των εκπρόσωπων της παγκόσμιας διακυβέρνησης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ για την επίτευξη του σκοπού της κατάργησης των εθνικών συνόρων ή της αναδιάταξης των εθνικών συνόρων ή της θέσπισης κινητών συνόρων η για τη ρευστοποίηση των συνόρων των Βαλκανίων. (Σάδερλαντ και Ατζέντα 2007 Θεσσαλονίκης).
Η ελληνική κυβέρνηση συμφωνεί ότι στην βόρεια περιοχή της Ελλάδας, νοείται- υποδηλώνεται μόνον αρχαίος ελληνικός πολιτισμός από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά την αντίληψη των συμβαλλόμενων μερών δεν νοείται ιστορία, πολιτισμός, παιδεία, κληρονομιά του Μακεδονικού Ελληνισμού σ’ αυτή τη περιοχή, παρότι κατά τις πηγές ο Έλληνας Μακεδόνας στη γη της Μακεδονίας, με την καταγωγή του από την ελληνική φυλή των Δωριέων, με την ελληνική γλώσσα του, με τις παραδόσεις, με τα ήθη και τα έθιμα ελληνικά, με τον χαρακτήρα–ικανότητες του, με τους πολέμους του, ανέπτυξε και διέδωσε σε όλο τον κόσμο τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γλώσσα, τις παραδόσεις του Μακεδονικού Ελληνισμού, που έχει καταστεί παγκόσμια κληρονομιά. Αυτός ο πολιτισμός και η ιστορία του Μακεδονικού Ελληνισμού και των Μακεδόνων Ελλήνων, έπαιξε ρόλο στην παγκόσμια ιστορία με την κατίσχυση της Ευρώπης επί της Ασίας και την θεμελίωση νέων τύπων εθνικού και πολιτειακού βίου. (βλ. Ι. Ντρόυσεν «Ιστορία του Μακεδονικού Ελληνισμού», Ν.Hammondς «Το θαύμα που δημιούργησε η Μακεδονία»).
Ο Μακεδονικός Ελληνισμός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας ιστορίας και του παγκόσμιου πολιτισμού, δηλαδή παγκόσμια κληρονομιά και η ελληνική κυβέρνηση έχει ευθύνη να την προστατεύσει. Επίσης έχει ευθύνη προστασίας της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας ενός ανθρώπου και ατόμου, του Μακεδόνα Έλληνα, που αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα.
Οι διατάξεις αυτής της διεθνούς συμφωνίας δεν είναι δυνατόν να έχουν αυτό το περιεχόμενο διότι συνιστά παραβίαση κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου και ιδιαίτερα των κανόνων αναγκαστικού δικαίου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων της Μακεδονίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 7 ρητά περιλαμβάνουν ότι συμφωνείται, ότι δηλαδή αυτή γεωγραφική θέση-περιοχή της «Μακεδονίας» έχει το δικό του λαό με τα δικά του χαρακτηριστικά, με τη δική του γλώσσα, με τη δική του ιστορία, με τον δικό του πολιτισμό, με τη δική του κληρονομιά (<heritage>).
Συνεπώς η ελληνική κυβέρνηση συνομολογεί ότι το κράτος με την ονομασία Μακεδονία έχει «μακεδονικό λαό», που συνδέεται με εθνικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς και με «μακεδονική γλώσσα».
Όμως ιστορικά αποδεικνύεται ότι σε αυτό το κράτος δεν υπάρχει «μακεδονικός λαός» με «μακεδονική εθνική συνείδηση», αλλά πληθυσμός με αλβανική εθνική συνείδηση, με νοτιοσλαυική εθνική συνείδηση (Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι = Γιουγκοσλαυιοι = Νότιοι Σλαύοι), με βουλγαρική εθνική συνείδηση (ασιατικός λαός παρά τον Βόλγα ποταμό και τον 7ο μ.Χ. αιώνα εμφανίζεται στη Βαλκανική Χερσόνησο) και με ελληνική εθνική συνείδηση. Η κατασκευή του «μακεδονικού λαού» υπήρξε το αποτέλεσμα βίαιης εχθρικής προπαγάνδας, δηλαδή επιθετικής ενέργειας κατά το διεθνές δίκαιο, που επιχείρησε με βίαιο τρόπο να καλλιεργήσει εθνική μακεδονική συνείδηση με διεθνή εγκλήματα γενοκτονίας, όπως απαγωγή ομάδων ελληνοπαίδων (βλ. «Συνθήκη Φιλίας Συνεργασίας» μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Νοτιοσλαυίας 25/2/1953). Ο Τίτο, με την από το 1952 αποκατάσταση σχέσεων Ελλάδας και Νοτιοσλαυίας, άρχισε να αποδίδει στους γονείς ομάδες απαχθέντων ελληνοπαίδων κατά τη περίοδο 1946-1949 για να τους καλλιεργήσουν εθνική μακεδονική συνείδηση (βλ Παπαγαρυφάλου σ.125).
Έτσι η ελληνική κυβέρνηση συνομολογεί ότι συντρέχει και το δεύτερο απαιτούμενο συστατικό στοιχείο της νομίμου σύστασης αυτού του κράτους, δηλαδή μακεδονικός λαός, κατά παραβίαση της διεθνούς αρχής της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Η επικαλουμένη δικαιολογία για απαίτηση αυτοδιαθέσεως «του λαού της ΠΓΔΜ», σημαίνει, κατά την αρχή του διεθνούς δικαίου περί αυτοδιάθεσης λαών (δόγμα εθνοτήτων), την ελεύθερη ρύθμιση της τύχης του με τη προϋπόθεση ότι τα χωρικά όρια αυτού του κράτους συμπίπτουν με τα εθνολογικά όρια του λαού.
Μήπως η αληθινή βούληση της ελληνικής κυβέρνησης είναι να συνομολογήσει ότι τα χωρικά όρια του κράτους της Β. Μακεδονίας, συμπίπτουν με τα εθνολογικά όρια του λαού της;…
Σύμφωνα με τις διατάξεις 1 παρ. 3γ, η «Μακεδονική γλώσσα» (αντί της βορειομακεδονικής), συμφωνείται ως επίσημη γλώσσα του «Μακεδόνα» (αντί του Βορειομακεδόνα) και «του λαού» «του μακεδονικού κράτους». Προστίθεται δε και το αναληθές γεγονός ότι αυτή η γλώσσα «αναγνωρίζεται από τη Τρίτη συνδιάσκεψη των ΗΕ για τη τυποποίηση γεωγραφικών ονομάτων 1977» και ότι «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών» (βλ. άρθρο 1 παρ. 3 και άρθρο 7 παρ. 3 & 4).
Η ελληνική κυβέρνηση συνομολογεί την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, κατά παραβίαση της διεθνούς αρχής της αληθείας και της σαφήνειας που πρέπει να υλοποιεί κάθε διεθνής συμφωνία. Είναι αποδεδειγμένο από ιστορικές πηγές ότι δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα, όπως αποδεικνύεται με το από τον 12ο αιώνα σερβικό Ευαγγέλιο σε κυριλικό αλφάβητο, σωζόμενο στη μονή Χιλιανδαρίου Αγίου Όρους.
Η κυβερνητική συναίνεση για ύπαρξη γλώσσας μακεδονικής, εμφιλοχωρεί κίνδυνο, ως εθνογραφικό στοιχείο, προσβολής της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η Β. Ήπειρος, που οι Μεγάλες Δυνάμεις, στο πλαίσιο της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου, έθεσαν τη γλώσσα ως κριτήριο για την εθνογραφική σύνθεση του πληθυσμού για τον καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων -μετά την προσάρτηση του ελληνικού εδάφους του βορείου τμήματος της ενιαίας ελληνικής διοικητικής περιφέρειας της Ηπείρου- για τη δημιουργία του κράτους της Αλβανίας. Η γλώσσα επελέγη αντί της εθνικής συνείδησης. με σκοπό να «σπάσουν» το ακμαίο εθνικό φρόνημα των Βορειοηπειρωτών και να δημιουργήσουν το Βόρειο Ηπειρωτικό ζήτημα.
Η Ελληνική κυβέρνηση συναινεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3β, στο δικαίωμα απονομής μακεδονικής εθνικότητας και μακεδονικής ιθαγένειας του δεύτερου συμβαλλομένου μέρους. Μία ακόμη πρωτοτυπία αυτής της διεθνούς συμφωνίας των Πρεσπών σε σχέση με το κυρίαρχο δικαίωμα, κατά το διεθνές δίκαιο, κάθε ανεξάρτητου κράτους περί απονομής εθνικότητας και ιθαγενείας σε ένα πρόσωπο. Όμως αυτή η πρωτόγνωρη διεθνής πρακτική έχει ένα στόχο: Να υπάρξει συναίνεση της Ελλάδας ότι υπάρχουν γνήσιοι εθνικοί μακεδονικοί δεσμοί μεταξύ των προσώπων και του κράτους της Μακεδονίας, που θεμελιώνουν την απονομή εθνικότητας σε αυτά τα πρόσωπα.
Η Ελλάδα χρειαζόταν να αναγνωρίσει και να δεχθεί ότι υφίστανται γνήσιοι κοινοί πολιτιστικοί, κοινωνικοί, ιστορικοί δεσμοί, που θεμελιώνουν, κατά το διεθνές δίκαιο, την απονομή μακεδονικής εθνικότητας και μακεδονικής ιθαγένειας, σε συνέχεια της περιλαμβανόμενης στις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 7 συναίνεσης της για τα εθνολογικά στοιχεία του λαού της Γεωγραφικής και Ιστορικής Μακεδονίας, που περιλαμβάνει το κράτος της Β. Μακεδονίας.
Κατά την κλασσική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Nottebohm case, η εθνικότητα είναι ένας νομικός δεσμός, που έχει τη βάση του σε κοινωνικούς δεσμούς, σε μία γνήσια σχέση ύπαρξης συμφερόντων και συναισθημάτων μαζί με την ύπαρξη αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Όμως υποστηρίχθηκε και η κυβερνητική άποψη ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3β της Συμφωνίας, ερμηνεύονται ως δικαίωμα απονομής μακεδονικής ιθαγενείας, κατά την πρόσφατη σχετική ρηματική διακοίνωση από το ΥΠΕΞ της ΠΓΔΜ.
Αυτή η ερμηνεία βασίσθηκε στην αμερικανική θεωρία σχετικά με τη διάκριση μεταξύ εθνικότητας (nationality) και ιθαγένειας (citizenship).
Η ρηματική διακοίνωση από το ΥΠΕΞ δεν αποτελεί τρόπο ερμηνείας των παραπάνω διατάξεων περί μακεδονικής εθνικότητας και μακεδονικής ιθαγενείας, διότι αποτελεί μια απλή γνωστοποίηση κατά την πρακτική των διεθνών-διπλωματικών σχέσεων. Η ερμηνεία διατάξεων διεθνούς συνθήκης γίνεται όπως προβλέπεται στις διατάξεις (31-33) της Δεθνούς Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Η παραπάνω κυβερνητική άποψη ενισχύθηκε και από την άποψη μερίδος της επιστήμης, κατά την οποία η απονομή της ιθαγένειας είναι απλά μια διοικητική πράξη, όπως η νηολόγηση πλοίου, που δεν απαιτεί την ύπαρξη εθνικών δεσμών μεταξύ πλοίου και κράτους. Όμως η νηολόγηση ποντοπόρου πλοίου ως διοικητική πράξη του κράτους νηολόγησης και απονομής σημαίας πλοίου χωρίς οιονδήποτε πραγματικό και ουσιαστικό εθνικό δεσμό μεταξύ κράτους νηολόγησης–απονομής σημαίας πλοίου, δημιούργησε το καθεστώς των πλοίων υπό σημαίες ευκολίας-ευκαιρίας, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, συνεπάγεται προβλήματα διεθνούς δικαίου και κατακρίνεται διεθνώς. (βλ. Κ. Μαυρομμάτη «Προβλήματα διεθνούς δικαίου σχετικά με τα πλοία σημαιών ευκολίας», διδακτορική διατριβή, εκδόσεις Σάκκουλα 2012).
Συνεπώς η άποψη ότι η απονομή της μακεδονικής ιθαγένειας είναι απλά μια διοικητική πράξη όπως η νηολόγηση του πλοίου, δεν βασίζεται σε απαιτήσεις των γενικών και ειδικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, των διεθνών οργανισμών των ΗΕ, της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου και της πλειοψηφίας της επιστήμης.
Σε κάθε περίπτωση κατά την ερμηνεία της διάταξης της συμφωνίας περί μακεδονικής εθνικότητας, πρέπει να αναζητείται η αληθινή βούληση του συμβαλλόμενου μέρους- ΠΓΔΜ, η οποία προκύπτει πρόδηλα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 7 της Συμφωνίας.
Επίσης η αληθινή βούληση του συμβαλλόμενου μέρους ΠΓΔΜ περί «μακεδονικής εθνικότητας», προκύπτει και (ι) από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 10α, που ρητά προβλέπει ότι θα διατηρήσουν το ισχύον έγγραφο μακεδονικής εθνικότητας, ως βασικό έγγραφο για 5 χρόνια, με τους κωδικούς κατά την προηγούμενη συνταγματική ονομασία τους, δηλαδή εθνική ταυτότητα με κωδικό ΜΚD καθώς και τα εσωτερικά έγγραφα, και (ιι) από τις διατάξεις του άρθρου1 παρ. 3θ & 5, που περιλαμβάνουν ότι θα διατηρήσουν «όνομα και ορολογίες στις εμπορικές ονομασίες, τα εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες», που χρησιμοποιούσαν με τη προηγούμενη συνταγματική ονομασία τους, μέχρις ότου εξευρεθεί αμοιβαία συμφωνία, συνεχίζοντας να προκαλούν αθέμιτο ανταγωνισμό στους Έλληνες παραγωγούς και εμπόρους στις διεθνείς αγορές.
Επειδή συμφωνείται ότι υπάρχουν δύο λαοί της Μακεδονίας, δύο πολιτισμοί της Μακεδονίας, δύο ιστορίες της Μακεδονίας που είναι προϊόν της χρόνιας εχθρικής προπαγάνδας κατά την οποία οι Έλληνες Μακεδόνες δεν μπορούν να μονοπωλούν την γεωγραφία, την ιστορία και τον πολιτισμό της Μακεδονίας, προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 8 η αυθαίρετη, αντιεπιστημονική ταυτοποίηση των εθνικών μνημείων της «Β. Μακεδονίας» και της ελληνικής Μακεδονίας. Επίσης προβλέπεται η αλλαγή των βιβλίων ιστορίας.
Αμφότερα μπορούν να γίνουν μόνο με παραχάραξη της ιστορίας και του πολιτισμού του Μακεδονικού Ελληνισμού, για να θεμελιώσουν την προπαγάνδα περί μακεδονικού έθνους. Επιπρόσθετα συνομολογείται η παραχώρηση της εθνικής αποκλειστικής αρμοδιότητας του ελληνικού κράτους για την παιδεία, σε διεθνή επιτροπή επιστημόνων.
Η προσφυγή στην αλληλεγγύη της ΟΥΝΕΣΚΟ είναι επιτακτική για τους Έλληνες.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει ότι αυτό το περιεχόμενο των άρθρων 1, 7 και 8 της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι πέρα από το περιεχόμενο των Αποφάσεων 817(1993) και 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που περιλαμβάνεται η σύσταση σε Ελλάδα και σε ΠΓΜ για εξεύρεση λύσης μόνο επί της διαφοράς της ονομασίας.
Επίσης αυτό είναι αντίθετο προς το διεθνές δίκαιο, εθιμικό και συμβατικό, και στο Ελληνικό Σύνταγμα. Ιδιαίτερα η κυβέρνηση και η Βουλή, δεν εφαρμόζουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που έχουν ευθύνη εθνική και διεθνή να μην περιφρονήσουν τη θέληση του λαού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Προοιμίου και του Χάρτη ΗΕ, της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των διατάξεων της Σύμβασης για τη δημιουργία της ΟΥΝΕΣΚΟ, 1945.
«Η θέληση του λαού είναι το θεμέλιο του κύρους των δημοσίων εξουσιών», κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του Χάρτη ΗΕ, η δε παραγνώριση και η περιφρόνηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως η ελευθερία, η ασφάλεια καθώς και η εφαρμογή της αρχής δικαιοσύνης, οδήγησαν σε πράξεις βαρβαρότητας. Η «ειρήνη επί μόνων των οικονομικών και πολιτικών συμφώνων των κυβερνήσεων δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ομόρρυθμο διαρκή και ειλικρινή συναίνεση των λαών».
Κατά το διεθνές δίκαιο, όλες οι διεθνείς νομικές σχέσεις στηρίζονται σε πράξεις Βούλησης των ατόμων-ανθρώπων, που συγκροτούν ένα λαό.
* Η Δρ. Κέρη Π. Μαυρομμάτη είναι διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Δικηγόρος.
!!!