Γίνε Μέλος
Ανάλαβε Δράση
Ενίσχυσέ Μας
Ανακοινώσεις
θέσεις
Εκδηλώσεις
Αρθρογραφία
Επικοινωνία
Menu Icon
Layout Image

Ο «εκσυγχρονισμός» της μουσειακής πολιτικής και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, υπό τις επιταγές των μνημονίων

12 Φεβρουαρίου 2023 8:08 ΜΜ

 Ανακοίνωση
του Τομέα Παιδείας και Πολιτισμού του Ε.ΠΑ.Μ.

Το σχέδιο Νόμου «Εκσυγχρονισμός της μουσειακής πολιτικής και ζητημάτων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς», που κατατέθηκε στη Βουλή προς ψήφιση τη Δευτέρα 13/2/2023, προκαλώντας τις απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικαλιστικών συλλόγων των εργαζομένων του ΥΠΠΟΑ, αποτελεί μία επιπλέον εξειδικευμένη εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων (ν.4389/2016 και ν.4549/2018) εκχώρησης της κυριότητας και διαχείρισης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς σε μη εθνικές αρχές, όπως το Υπερταμείο και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ), δηλαδή στους δανειστές που τα ελέγχουν. Μέσω του Υπερταμείου η δημόσια περιουσία περιέρχεται ανά πάσα στιγμή στα χέρια του ΕΜΣ αν κριθεί ότι η χώρα δεν εκπλήρωσε έγκαιρα τις «υποχρεώσεις» της.

Το Ε.ΠΑ.Μ. δηλώνει τη συμπαράστασή του στον αγώνα των εργαζομένων του ΥΠΠΟΑ και τονίζει ότι ο αγώνας αυτός δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στη μη ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου, αλλά να στοχεύει στην ανατροπή των μνημονιακών δεσμεύσεων που καθιστούν νομιμοφανή την εκχώρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σε μη εθνικές αρχές. Το Ε.ΠΑ.Μ., έχει καταγγείλει την αντισυνταγματικότητα των νόμων αυτών (ν.4389/2016 και ν.4549/2018) ήδη από το 2019, με αφορμή τα γνωστά ψηφίσματα Τσακαλώτου,[1] επισημαίνοντας ότι ακόμη κι αν η κυριότητα παραμένει τύποις στο ελληνικό δημόσιο, ο ελληνικός λαός χάνει το δικαίωμα διαχείρισης, χρήσης και νομής της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Οι εκσυγχρονισμοί που εισάγει το παρόν νομοσχέδιο εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο και εναρμονίζονται με τους κανόνες των παγκοσμιοποιημένων Αγορών  και τις επιταγές των δανειστών.

Το κατατεθέν προς ψήφιση νομοσχέδιο  αφορά, κυρίως,  στην μετατροπή πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) σε ΝΠΔΔ, κατά το πρότυπο του Μουσείου Ακροπόλεως, και τροποποιεί, επιπλέον, ορισμένες διατάξεις του προσφάτως ψηφισθέντος αρχαιολογικού νόμου (ν.4858/2021), που αντικατέστησε τον αντίστοιχο προμνημονιακό νόμο (ν.3028/2002).

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) έχει εκτενώς και εμπεριστατωμένα καταγγείλει, σε δημόσια διαβούλευση, πολλά σημεία του εν λόγω νομοσχεδίου που οδηγούν σε επικίνδυνες  ατραπούς όσον αφορά τη διαχείριση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς

Από αυτά που αναφέρει ο ΣΕΑ[2] αξίζει να εστιάσουμε σε ορισμένα σημεία που καταδεικνύουν τη συμμόρφωση των πολιτικών ταγών με τις απαιτήσεις των δανειστών μέσω του Υπερταμείου, που έχει καταστεί από το 2018 ο κύριος διαχειριστής του εθνικού μας πολιτισμικού πλούτου.

Α) Με την οργανική αποκοπή των προαναφερομένων μουσείων από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων, δηλαδή τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και από τον έλεγχο, μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΓΔΑΠΚ), του ΥΠΠΟΑ, το νομοσχέδιο επί της ουσίας υπονομεύει το ενιαίο του χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και προωθεί την διάλυσή της. Υπονομεύει, παράλληλα, τον παιδευτικό και επιστημονικό ρόλο των μουσείων και κυρίως τον δημόσιο χαρακτήρα τους. Ανοίγει τον δρόμο για την άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών τους, για την ανάθεση κρίσιμων τομέων της λειτουργίας τους σε ιδιωτικές εταιρείες, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στη φύλαξη των αρχαιοτήτων όσο και στους εργαζόμενους. Επιπροσθέτως, οι πολίτες αναγκάζονται να πληρώσουν οι ίδιοι τις δήθεν «μεταρρυθμίσεις» της κυβέρνησης, καθώς το νομοσχέδιο ανοίγει τον δρόμο για την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων και την κατάργηση των δωρεάν παροχών.  Με την κατάργηση 735 θέσεων μονίμων και ΙΔΑΧ προσωπικού ως τις 1-11-2023, που σημαίνει ότι οι ήδη υποστελεχωμένες και επιβαρυμένες με τεράστιο εργασιακό όγκο Εφορείες Αρχαιοτήτων δεν μπορούν να ζητήσουν ούτε πρόσληψη προσωπικού, ούτε κάλυψη των θέσεων μέσω κινητικότητας, το νομοσχέδιο ευνουχίζει επιπλέον την Αρχαιολογική Υπηρεσία προκειμένου να την καταστήσει ανίκανη για την άσκηση ουσιαστικού κρατικού ελέγχου.

Β) Στις «εκσυγχρονιστικές» ρυθμίσεις συμπεριλαμβάνεται και η μετατροπή των μουσείων-ΝΠΔΔ σε κυβερνητικά υποχείρια, καθώς ο/η εκάστοτε υπουργός διαλέγει και διορίζει τα Διοικητικά Συμβούλια και τον Γενικό Διευθυντή των μουσείων αυτών, άνευ κριτηρίων και συναφών επιστημονικών προϋποθέσεων. Ως αποτέλεσμα η διοίκησή τους μπορεί να μην υπακούει στις αρχές της αρχαιολογικής επιστήμης, αλλά  είναι σε θέση να εκτελέσει προθύμως τις επιταγές των εντολοδόχων της εκάστοτε κυβέρνησης.

Στο ίδιο πνεύμα εναρμονίζονται και άλλες εργασιακής φύσεως ρυθμίσεις, όπως η εισαγωγή της «εθελοντικής εργασίας»· η αντισυνταγματική κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών, παρακάμπτοντας τις επιθυμίες των εργαζομένων και τις αποφάσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, με αποφάσεις του Υπηρεσιακού Γραμματέα του ΥΠΠΟΑ βάσει εισηγήσεων κάποιου (αόριστα και άνευ προσδιορισμού) «Γενικού Διευθυντή και Διευθυντή»· ο κίνδυνος να προσλαμβάνονται οι μελλοντικοί εργαζόμενοι κατόπιν απόφασης του διορισμένου ΔΣ, με μπλοκάκι ή μέσω εργολαβικών εταιρειών.

Γ) Παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις, τα μουσεία-ΝΠΔΔ επιβαρύνουν ποικιλοτρόπως τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι υψηλές αποδοχές των επιλεγμένων από  την εκάστοτε κυβέρνηση για τις θέσεις των Δ.Σ. και των Γενικών Διευθυντών είναι εκτός του ενιαίου μισθολογίου και επιβαρύνουν το δημόσιο ταμείο με επιπλέον αχρείαστα έξοδα (αποζημιώσεις, έξοδα κίνησης, υπηρεσιακά αυτοκίνητα, γραφεία κλπ). Το πλέον σημαντικό είναι ότι το διορισμένο Δ.Σ. θα διαχειρίζεται αποκλειστικά τα έσοδα των μουσείων-ΝΠΔΔ (μέχρι την έκδοση ΚΥΑ για την απόδοση ενός μικρού ποσοστού υπέρ του ΟΔΑΠ). Με την αποκοπή των εσόδων των πέντε μεγάλων μουσείων γίνεται στέρηση χρημάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό, μειώνονται τα έσοδα του ΟΔΑΠ και υπονομεύεται ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος, καθώς οι εισπράξεις των μουσείων της χώρας επιτρέπουν τη συντήρηση όλων των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων της επικράτειας. Το νομοσχέδιο, λοιπόν, απειλεί με λουκέτο τα μικρότερα μουσεία της χώρας, ή τα οδηγεί αναγκαστικά στην επιχειρησιακή αγορά πολιτιστικών εταιρειών.

Επιπλέον, οι εξαγγελίες περί «οικονομικής αυτοτέλειας» και μικρότερου κόστους των μουσείων-ΝΠΔΔ είναι ανεδαφικές και παραπλανητικές. Σύμφωνα με τον ορισμό του ICOM -στον οποίο αναφέρεται και το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για να δημιουργήσει σύγχυση- τα μουσεία δεν είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε να προσφέρουν το κοινωνικό αγαθό του πολιτισμού στους πολίτες ελεύθερα και δωρεάν. Κανένα μουσείο στον κόσμο δεν αυτοχρηματοδοτείται. Από τον προϋπολογισμό του ΥΠΠΟΑ η πολιτική ηγεσία χρηματοδοτεί εξάλλου τη λειτουργία πλειάδων ιδιωτικών ιδρυμάτων. Το υπό ψήφιση, λοιπόν, νομοσχέδιο, υπό την ετικέτα της «οικονομικής αυτοτέλειας» ουσιαστικά προωθεί την μετατροπή των μουσείων σε επιχειρησιακές μονάδες κατά το ανταγωνιστικό πρότυπο των Αγορών και την μεταχείριση των μουσειακών εκθεμάτων ως προϊόντα ανταλλαγής, συναλλαγής και εκποίησης, κατά το πρότυπο νομιμοποίησης συλλογών αρχαιοκαπηλίας, όπως το πρόσφατο παράδειγμα της συλλογής Stern.

Δ) Ο ΣΕΑ επισημαίνει ως εξαιρετικά επικίνδυνη την πρόβλεψη ίδρυσης παραρτημάτων των μουσείων στο εξωτερικό και στο εσωτερικό (άρ. 4 παρ. 2 ιβ), καθώς συνδέεται με την μακροχρόνια εξαγωγή των αρχαιοτήτων και τις μυστικές διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης για την «ανταλλαγή» ή τον «δανεισμό» των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα, με πρωτοβουλία των κυβερνητικά διορισμένων ΔΣ και Γενικών Διευθυντών.

Ο «δανεισμός» με διάρκεια έως και 50 έτη, μουσειακών εκθεμάτων σε μουσεία και συλλογές του εξωτερικού θεσπίστηκε με τον ν 4858/2021 (κύρωση κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς) που αντικατέστησε τον προμνημονιακό αρχαιολογικό ν.3028/2002. Πρόκειται για μία ακόμη εξειδίκευση της σιδηράς μνημονιακής νομοθεσίας (ν.4549/2018) που κατέστησε το Υπερταμείο κράτος εν κράτει. Βάσει αυτού του νόμου το ελληνικό κράτος από το 2018 έχασε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει «διορθωτικά» σε ό,τι έχει παραχωρήσει, εφόσον παραιτήθηκε δια νόμου του δικαιώματος παρέμβασης επί της δημόσιας περιουσίας που εκχωρεί, εκχωρώντας παράλληλα υπερεξουσίες στο Υπερταμείο και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Ο  ΕΜΣ έχει, εξάλλου, αναχθεί και αναγνωριστεί από τους ταγούς αυτού του τόπου ως υπεράνω κάθε εθνικής νομοθεσίας. Συνάγεται, επομένως, ότι οι ελλείψεις ή τα «λάθη» του αρχαιολογικού νόμου 4858/2021 που, κατ΄ επιλογήν, έρχεται ο κατατεθείς προς ψήφιση «εκσυγχρονιστικός» νόμος να «διορθώσει», ικανοποιούν αιτήματα του Υπερταμείου, και όχι του ελληνικού λαού.

Με τα παραπάνω νομοθετήματα ακυρώνεται η προ μνημονίων (και από ιδρύσεως σχεδόν του ελληνικού κράτους) συνταγματική (άρθρο 24Σ) και νομοθετική προστασία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς (ν.3028/2002, άρθρο 966 Α.Κ. κ.α) από πάσα συναλλαγή και εκποίηση.

Με την προαναφερόμενη μεταμνημονιακή νομοθεσία και το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, τα αρχαιολογικά μνημεία και οι πολιτιστικοί μας θησαυροί έχουν μετατραπεί  σε αντικείμενο συναλλαγής. Αυτό συνιστά συνταγματική εκτροπή στο όνομα των μνημονιακών δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν ισχύ για μια εκατονταετία.

Αν εντός της Βουλής υπήρχαν κόμματα ή βουλευτές που επιδίωκαν ειλικρινά την προστασία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και των αρχαιολογικών μνημείων, θα απαιτούσαν να εξαιρεθεί ρητά κι απερίφραστα η κυριότητα και η διαχείριση του συνόλου αυτής  από το Υπερταμείο, με συγκεκριμένα μέτρα:

1) την τροποποίηση του άρθρου 109 του ν.4549/2018 στην κατεύθυνση της προστασίας της Δημόσιας Περιουσίας, εξαιρώντας ρητά την μεταβίβαση στο Υπερταμείο της κυριότητας, νομής και διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και των πραγμάτων εκτός συναλλαγής,

2) την τροποποίηση του ν.4389/2016 (σύστασης του Υπερταμείου), με απαλοιφή κυρίως των παραγρ. 5 (περί διατήρησης της διαχείρισης των εξαιρούμενων από την ΕΤΑΔ) και 10 (αφαίρεση των απαράδεκτων προϋποθέσεων για την αναμεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από την ΕΤΑΔ στο Ελληνικό Δημόσιο) του άρθρου 196,

3) την επαναθέσπιση του προ μνημονίων νομοθετικού πλαισίου προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς.

4) Την καταψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου ως μέρος αντισυνταγματικών πρακτικών και μεθοδεύσεων.

Το χρέος προστασίας της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι στις πλάτες του ελληνικού λαού και όχι σε υποτελείς πολιτικούς που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Δανειστών. Η μόνη ευαισθησία που διακρίνει τους πολιτικούς του “συνταγματικού τόξου” που σχηματίζουν εναλλασσόμενες κυβερνήσεις από το 2016 έως σήμερα, είναι η προθυμία τους στις εντολές των δανειστών και την ψήφιση μνημονιακών νόμων κατ’ εντολήν τους, επιφέροντας την αδρανοποίηση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος,  την εκτροπή από την συνταγματική έννομη τάξη και τη διασάλευση της νομιμότητας.

Απέναντι στις υπερεξουσίες που έχουν δοθεί στον ΕΜΣ και στο Υπερταμείο και που υπερτερούν του εσωτερικού δικαίου, ως  διεθνείς συμβάσεις, υπερέχει μόνο το Σύνταγμα της χώρας.

Αυτό οφείλουμε να υπερασπιστούμε, δρώντας ως λαός συλλογικά και οργανωμένα, ώστε να επαναφέρουμε τη Δημοκρατία στον τόπο μας, να ακυρώσουμε όλες τις μνημονιακές  δεσμεύσεις και να διαφυλάξουμε, με τον σεβασμό που της αξίζει, την πολιτισμική μας μνήμη και τον πολιτισμικό πλούτο που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας που κατοίκησαν τον τόπο αυτό.

[1] Βλ. Ανακοίνωση της Π.Γ. για την εκποίηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς 28/2/2019 & Επισημάνσεις για την εκποίηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς & την “προστασία” της με τα “ΦΕΚ Τσακαλώτου” 2/3/2019)

[2] Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) – διαβούλευση επί του Ν/Σ https://www.sea.org.gr/details.php?id=1310  

Αθήνα,  12/02/2023
Ο Τομέας Παιδείας και Πολιτισμού του Ε.ΠΑ.Μ.

Αφήστε ένα σχόλιο