Γίνε Μέλος
Ανάλαβε Δράση
Ενίσχυσέ Μας
[vc_row][vc_column][vc_raw_html]JTNDJTIxLS0lMjB3cCUzQWF1ZGlvJTIwJTdCJTIyaWQlMjIlM0E0Mjk4MiU3RCUyMC0tJTNFJTBBJTNDZmlndXJlJTIwY2xhc3MlM0QlMjJ3cC1ibG9jay1hdWRpbyUyMiUzRSUzQ2F1ZGlvJTIwc3JjJTNEJTIyaHR0cHMlM0ElMkYlMkZ3d3cuZXBhbWhlbGxhcy5nciUyRmFyZXRpLXRvbG1pJTJGJTIyJTIwY29udHJvbHMlM0QlMjJjb250cm9scyUyMiUzRSUzQyUyRmF1ZGlvJTNFJTNDJTJGZmlndXJlJTNFJTBBJTNDJTIxLS0lMjAlMkZ3cCUzQWF1ZGlvJTIwLS0lM0UlMEElM0NwJTNFJTNDaSUzRSVDRSU5OCVDRSVBRCVDRSVCQiVDRSVCNSVDRSVCOSUyMCVDRSVCMSVDRiU4MSVDRSVCNSVDRiU4NCVDRSVBRSVDRSVCRCUyMCVDRSVCQSVDRSVCMSVDRSVCOSUyMCVDRiU4NCVDRiU4QyVDRSVCQiVDRSVCQyVDRSVCNyVDRSVCRCUyNm5ic3AlM0IlQ0UlQjclMjAlQ0UlQjUlQ0UlQkIlQ0UlQjUlQ0YlODUlQ0UlQjglQ0UlQjUlQ0YlODElQ0UlQUYlQ0UlQjElMkMlM0MlMkZpJTNFJTI2bmJzcCUzQiVDRSVCMiVDRSVCQi4lMjAlM0NhJTIwaHJlZiUzRCUyMmh0dHBzJTNBJTJGJTJGd3d3LmVwYW1oZWxsYXMuZ3IlMkZvaS1zeW50ZWxlc3Rlcy1tb3lzaWtveS10aGVtYXRvcy10aGVsZWktYXJldGluLXRvbG1pbi1lbGV5dGhlcmlhJTJGJTIyJTNFJUNFJUI1JUNFJUI0JUNGJThFJTNDJTJGYSUzRSUyMCVDRiU4NCVDRSVCRiVDRiU4NSVDRiU4MiUyMCVDRiU4MyVDRiU4NSVDRSVCRCVDRiU4NCVDRSVCNSVDRSVCQiVDRSVCNSVDRiU4MyVDRiU4NCVDRSVBRCVDRiU4MiUyMCVDRiU4NCVDRSVCNyVDRiU4MiUyMCVDRSVCQyVDRSVCNSVDRSVCQiVDRiU4OSVDRSVCNCVDRSVBRiVDRSVCMSVDRiU4MiUzQyUyRnAlM0U=[/vc_raw_html][vc_column_text]Χριστίνας Πολυχρονοπούλου, Γιώργου Φωτεινού
Σε μια εποχή όπως η σημερινή, που θεσμικοί λειτουργοί της Δικαιοσύνης, λησμονώντας το χρέος τους, έχουν υποταχθεί στις απαιτήσεις των ξένων κυριάρχων εκ Βερολίνου και Βρυξελλών και υποκύπτουν στις εντολές των ντόπιων εθελόδουλων κυβερνήσεων. Σε μια εποχή που αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την καταπάτηση του συντάγματος κλείνοντας τα μάτια στις οιμωγές και το δράμα του ελληνικού λαού, αναστήματα δικαστών όπως του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη, είναι αναγκαίο να επανέρχονται στο προσκήνιο για να υπενθυμίζουν ποιο είναι το χρέος του δικαστή απέναντι στη δικαιοσύνη, την ακεραιότητα του ήθους και τον ελληνικό λαό, από τον οποίο λαμβάνει νόημα και υπόσταση το λειτούργημα τους.
Οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης αναδείχθηκαν σε σύμβολα κατά τη διάρκεια της δίκης των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα, μια δίκη η οποία συμπυκνώνει το δράμα του ελληνικού λαού που από τότε και μέχρι σήμερα, βιώνει τα δεινά της ξενοκρατίας και της ντόπιας εθελοδουλίας. Στα πρόσωπά τους, δικάστηκε η έννοια της Ελευθερίας, που την εκρίζωσή της από τη συνείδηση του ελληνικού λαού την ώρα που συγκροτούσε για πρώτη φορά κράτος, μηχανεύθηκε η Βαυαροκρατία για να στείλει το μήνυμα της επικυριαρχίας της.
Η δίκη έγινε στο Ναύπλιο από τις 30 Απριλίου ως τις 26 Μαϊου 1834.
Το κατηγορητήριο και η ακροαματική διαδικασία
Επίτροπος επικρατείας (εισαγγελέας της έδρας) ήταν ο Σκωτσέζος νομικός και ελληνομαθής Εδουάρδος Μάσον, όργανο της αγγλικής πολιτικής που ήρθε στη χώρα μας με το πρόσχημα του «φιλέλληνα» και στη συνέχεια, με την έλευση του Όθωνα, είχε τεθεί στην υπηρεσία της βαυαρικής αντιβασιλείας. Το κατηγορητήριο κατά των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, το οποίο συνέταξε ο ίδιος, αναφερόταν σε «συνωμοσία επί σκοπώ να ταράξουν την κοινήν ησυχία, και καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις ληστείαν και εμφύλιον πόλεμον, υπογράψουν αναφορά σε ξένη δύναμη και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα…». Με άλλα λόγια, απέδιδε στους δύο οπλαρχηγούς την κατηγορία της από κοινού συνομωσίας που αποσκοπούσε στη διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας, στην παρακίνηση του λαού σε ληστείες και σε εμφύλιο πόλεμο καθώς και την επιδίωξη επέμβασης ξένης δύναμης (της Ρωσίας), προκειμένου να ανατρέψουν το πολίτευμα της αντιβασιλείας και την καθεστηκυία τάξη.
Οι κατηγορίες αυτές, αν αποδεικνύονταν, επέφεραν την ποινή του θανάτου επί εσχάτη προδοσία. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η δίκη πήρε διαστάσεις πρωτοφανούς αυθαιρεσίας με συνεχείς δικολαβικές παρεμβάσεις του επιτρόπου Μάσον, διαστροφή των μαρτυρικών καταθέσεων και παρέλαση ψευδομαρτύρων, κάνοντας εμφανή τη σκευωρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχικοί 16 μάρτυρες κατηγορίας, αυξήθηκαν λίγο πριν από τη δίκη σε 44, ενώ οι αρχικοί 130 μάρτυρες υπεράσπισης, μειώθηκαν σε 115 με τις επεμβάσεις του Μάσον. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι μάρτυρες κατηγορίας έπεφταν σε αντιφάσεις και αδυνατούσαν να στοιχειοθετήσουν τους ισχυρισμούς τους στις ερωτήσεις της έδρας, ενώ οι μάρτυρες υπεράσπισης διέψευσαν τα επίμαχα σημεία της κατηγορίας.
Η δίκη άρχισε να παίρνει σταδιακά τη μορφή σύγκρουσης νομικών επιχειρημάτων μεταξύ του προέδρου του δικαστηρίου, Αν. Πολυζωίδη, και του επιτρόπου Εδ. Μάσον, ιδίως όταν ο τελευταίος δήλωσε ότι θεωρεί άκυρες τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Η σύγκρουση εντάθηκε τις τελευταίες δύο ημέρες της δίκης με αφορμή το θέμα των δευτερολογιών των συνηγόρων υπεράσπισης και της εισαγγελίας, η οποία λύθηκε με την χωρίς προσχήματα παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας, δηλ. της αντιβασιλείας. Παρόλα αυτά και ενώ η δίκη συνεχιζότανε ακόμη, στηνόταν ήδη η λαιμητόμος της θανατικής καταδίκης έξω από το φρούριο του Ναυπλίου για την εφαρμογή της προαποφασισμένης ποινής, που προβλεπόταν να εκτελεστεί εντός 24 ωρών από την εκφώνησή της.
Η δραματική σύσκεψη των δικαστών για την απόφαση
Μετά από την ολοκλήρωση των καταθέσεων, τα μέλη του πενταμελούς δικαστηρίου αποσύρθηκαν για την απόφαση. Κατά τη συζήτηση, ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης τόνισε τις αντιφάσεις που υπέπεσαν οι μάρτυρες κατηγορίες, επεσήμανε ότι λείπει το βάρος των αποδείξεων από το κατηγορητήριο και τις καταθέσεις, εκτίμησε ότι οι κατηγορίες είχαν εξασθενήσει και εξουδετερωθεί από τους συνηγόρους υπεράσπισης και πρότεινε την αθώωση των δύο κατηγορουμένων. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αναστάσιος Πολυζωϊδης, αν και υποστηρικτής του καθεστώτος και αντίπαλος του Καποδίστρια και των πολιτικών επιλογών του Θ. Κολοκοτρώνη, ένθερμος υπέρμαχος εντούτοις της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, έθεσε την ιδιότητά του ως λειτουργού της, πάνω από τις πολιτικές του αντιλήψεις και τις βλέψεις της καριέρας του, συμφωνώντας με τη θέση του Γ. Τερτσέτη.
Τα τρία άλλα μέλη του δικαστηρίου, ακολούθησαν πειθήνια την προειλημμένη απόφαση της βαυαρικής αντιβασιλείας και ψήφισαν υπέρ της ενοχής των κατηγορουμένων και της θανατικής καταδίκης τους. Στη διάρκεια της δραματικής συνεδρίασης, ο Πολυζωίδης, προσπαθώντας να τους μεταπείσει, σχεδόν γονάτισε εκλιπαρώντας τους, όπως ο ίδιος διεκτραγώδησε αργότερα, κατά την απολογία του στην δική του δίκη όταν σύρθηκε ως κατηγορούμενος επειδή δεν υπέγραψε. Αντιμετωπίζοντας την άρνησή τους, τους φώναξε ότι «με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον», στην δε εμμονή τους να τον πείσουν να υπογράψει κι αυτός τη θανατική καταδίκη, απαντούσε «Αρνούμαι ρητώς και να υπογράψω και να απαγγείλω τοιαύτην επονείδιστον απόφασιν»! Το ίδιο και ο Τερτσέτης που στην προτροπή τους να υπογράψει, απαντά «Ποτέ! Όποιαι και να είναι οι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος»! Το ίδιο απαντούν και στον Μάσον που καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του και του θεσμικού του ρόλου, εισβάλει επανειλημμένα στην αίθουσα συσκέψεων και τους πιέζει να υπογράψουν.
Η παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης
Στο αδιέξοδο που συνεχίστηκε επί τετραώρου, οι πλειοψηφούντες καλούν και έρχεται ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κων/νος Σχινάς, συνοδευόμενος από δύο γραμματείς του με τις επίσημες στολές τους και από τον Γερμανό σύμβουλο του υπουργείου, Johann Greiner. Οι δικαστές είχαν αποχωρήσει, ξανακαλούνται να επιστρέψουν και ο υπουργός, κατά παράβαση κάθε έννοιας νομιμότητας, ασκεί αφόρητες πιέσεις στους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν. «Εμβήκαμε εις το δωμάτιον των διασκέψεων» γράφει ο Γ. Τερτσέτης στα απομνημονεύματά του. «Άρχισε πότε με καλωσύνην, πότε με φοβέραν, να μας πείθει να υπογράψωμεν την απόφασιν των τριών συναδέλφων μας». Οι δύο δικαστές ανθίστανται και του υπενθυμίζουν το ανεξάρτητο της δικαιοσύνης απέναντι στην εκτελεστική εξουσία: «Ποίον είναι το χρέος μας, ως δικασταί, εναπόκειται εις ημάς να το κρίνομε» του λένε. «Και σας υπενθυμίζομεν ότι ποτέ ανωτέρα αρχή, ουδέ αυτή η ανωτάτη, δεν δικαιούται να περιπλέκεται εις την διαχείρισιν και εις τας πράξεις του δικαστηρίου». Χαρακτηριστικό της έντασης, της επιμονής αλλά και του ήθους των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, είναι η φράση του Σχινά: «Εν ονόματι του βασιλέως σας προσκαλώ να υπογράψετε την απόφασιν» και η απάντηση του Πολυζωίδη: «Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω»!
Η επιμονή του υπουργού, του επιτρόπου και του καθεστώτος, οφείλονταν στο ότι κατά τον κώδικα της Εγκληματικής Διαδικασίας, οι αποφάσεις των ποινικών δικών θα έπρεπε να είναι ομόφωνες και η μειοψηφία των δικαστών να υποτάσσεται στην πλειοψηφία. Ο υπουργός Σχινάς χαρακτηρίζει τη στάση των δύο δικαστών «εγκληματική» και «στασιαστική» και ασκώντας απειλές, φτάνει μέχρι του σημείου να τους διατάξει να υπογράψουν! Μην καταφέρνοντας όμως να τους κάμψει, δείχνει να κάμπτεται προσωρινά ο ίδιος και, εφόσον είχε διασφαλίσει τις υπογραφές των υπόλοιπων τριών, απαιτεί να πάνε έστω στην αίθουσα του δικαστηρίου και να καθίσουν στις έδρες τους προκειμένου να διαβαστεί η απόφαση. Ήταν αναγκαίο κάτι τέτοιο, διότι μόνον η πλήρης σύνθεση του 5μελούς δικαστηρίου κατά την ανάγνωση της απόφασης και όχι ένα «κολοβό» δικαστήριο αποτελούμενο μόνο από τους τρεις δικαστές, θα προσέδιδε απέναντι στην κοινή γνώμη και τον κόσμο που θα κατέκλυζε την αίθουσα, το απαραίτητο φύλλο συκής, τα ψήγματα δηλ. νομιμοποίησης της διαδικασίας.
Η άρνηση των δύο δικαστών να υπακούσουν
Ήταν υποχρεωμένοι οι δύο δικαστές να πάνε στην αίθουσα; Σύμφωνα με το άρθρο 135 του τότε κώδικα δικονομίας, οπωσδήποτε ήταν. Όχι μόνον να καθίσουν στις έδρες τους, αλλά όπως είπαμε και πιο πάνω, ήταν υποχρεωμένη η μειοψηφία να προσυπογράψει την απόφαση της πλειοψηφίας, ειδάλλως διέπραττε παράπτωμα που τιμωρούνταν με φυλάκιση μέχρι 5 ετών! Την επιβολή εκ του νόμου επικαλούνταν ο υπουργός επιμένοντας να καθίσουν στις έδρες τους και ο πρόεδρος, ο Πολυζωίδης εν προκειμένω, να εκφωνήσει την απόφαση όπως προβλεπόταν, άσχετα αν αρνούνταν να βάλει την υπογραφή του σ’ αυτήν. Αν ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 90 της τότε ισχύουσας δικονομίας, οι μειοψηφούντες δικαστές δεν είχαν το δικαίωμα να καταχωρήσουν τη γνώμη τους στα πρακτικά και ούτε να την δημοσιοποιήσουν, τότε η ανάγνωση μιας τέτοιας απόφασης από τον πρόεδρο, ισοδυναμούσε με προσυπογραφή του και συνεπώς με τη θανατική καταδίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα!
Η άρνηση των δύο δικαστών αφενός να υπογράψουν και αφετέρου να μεταβούν στην αίθουσα του δικαστηρίου, αποδεικνύει ότι η απόφαση τους ήταν καθ’ υπέρβαση των κανόνων της δικονομίας και έπαιρνε χροιά πολιτική! Στο δίλημμα δηλ. για το αν θα έπρεπε να τηρήσουν τους κανονισμούς με επίπτωση την εκτέλεση των κατηγορουμένων, πρότασσαν και οι δύο την έννοια της δικαιοσύνης (την οποία έκριναν ότι κατάφωρα παραβιάστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία και τις παρεμβάσεις), όπως και το πατριωτικό τους καθήκον απέναντι στα σύμβολα ενός ολόκληρου λαού (την διάσωση της ζωής των δύο μπαρουτοκαπνισμένων στρατηγών), απέναντι σε τυπικούς κανόνες της δικονομίας. Η διάσταση αυτή της προσωπικής αντίστασης απέναντι στην κεκαλυμμένη με το γράμμα του νόμου αυθαιρεσία, υποδεικνύει το ανάστημά τους και τον λόγο που δικαιολογημένα αναδείχθηκαν και οι ίδιοι σε σύμβολα… Είναι ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς, πόσοι από τους σημερινούς λειτουργούς της Δικαιοσύνης έχουν τη συναίσθηση αυτή; Πόσοι προτάσσουν τις αξίες της δικαιοσύνης, του πατριωτισμού και του χρέους τους απέναντι στο λαό που υπηρετούν, όταν αποδέχονται αδιαμαρτύρητα όχι μόνο τις παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και την εφαρμογή νόμων που έρχονται απ’ έξω, μεταφράζονται στο πόδι και επικυρώνονται σε ένα τύποις κοινοβούλιο καθ’ όλη την διάρκεια των μνημονιακών χρόνων; Πόσοι μπορούν να κοιτάξουν κατάματα τις προτομές των δύο αυτών δικαστών που βρίσκονται έξω από τα δικαστικά μέγαρα, πείθοντας τον εαυτό τους ότι είναι άξιοι επίγονοί τους; Για τους περισσότερους τα ερωτήματα είναι βέβαια ρητορικά, ιδίως για εκείνους τους ανώτατους δικαστικούς που έκριναν συνταγματικά τα μνημόνια και κάθε νόμο που συνδέεται μ’ αυτά και που μόνον η σκέψη για σύγκριση μαζί τους, αποτελεί προσβολή στη μνήμη των Τερτσέτη και Πολυζωίδη.
Η βίαιη μεταγωγή τους στην έδρα και η ανάγνωση της απόφασης
Οι δύο δικαστές αρνήθηκαν να μεταβούν στην αίθουσα του δικαστηρίου και να συνεργήσουν έτσι, απλώς και μόνον με την παρουσία τους, στη θανατική καταδίκη των δύο στρατηγών. Και τότε συνέβη κάτι το πρωτοφανές για τα δικαστικά χρονικά. Ο υπουργός, μην έχοντας άλλο τρόπο για να επιτευχθεί η μετάβασή τους στην αίθουσα, έδωσε εντολή στον μοίραρχο για την άμεση μεταφορά τους και ξαφνικά οι δύο δικαστές, βρέθηκαν να σέρνονται βιαίως από τους φρουρούς, αντιστεκόμενοι απ’ όπου και όπως μπορούσαν στους διαδρόμους μέχρι να φτάσουν στην αίθουσα, όπου τους κάθισαν με τη βία στις έδρες τους!
Την απερίγραπτη αυτή σκηνή, την περιγράφει ο Γ. Τερτσέτης στον επικήδειο λόγο που έγραψε για τον Αν. Πολυζωίδη: «Διαμιάς χωροφύλακες αρπάζουν τον Πολυζωίδην, να τον φέρουν διά της βίας εις το κάθισμα της προεδρίας. Ο Πολυζωίδης αντιστέκεται. Ήτον αρκετό το διάστημα από το δωμάτιο των διασκέψεων εις τα δικαστικά καθίσματαˑ αντιστέκεται, τον σέρνουν. Επιάνετο από τα τραπέζια, από τες θύρες, μαχόμενος. Τέλος τον κάθισαν εις την έδραν του. Με εμέ άλλαξαν σχέδιον πολεμικής. Τέσσαρες χωροφύλακες μ’ επήραν σηκωτόν εις τον αέρα. Ήμουν νέος και είχα ελαστικότητα εις τα ποδάρια που επήγαιναν ως ανεμόμυλος κι εφιλοδωρούσαν τους ανυψωτάς μου [… ] εκείνοι αδιαφορούσαν. Μόνον την δουλειάν τους, πώς να με στήσουν εις το στασίδι του δικαστού. Και το κατόρθωσαν και τέσσερες λόγχες χωροφυλάκων σπινθοβολούσαν όρθιες επί της κεφαλής μας» (Γ. Τερτσέτη, Άπαντα, σελ. 336).
Πράγματι, όταν κατάφεραν να τους καθίσουν στις έδρες, πλάι στους συναδέλφους τους της πλειοψηφίας που ανέχονταν σιωπηλοί τον εξευτελισμό κάθε έννοιας θεσμού δικαιοσύνης μπρος στα μάτια τους, τέσσερις λογχοφόροι χωροφύλακες πήραν θέση όρθιοι πίσω τους και τέσσερις λόγχες προσαρμοσμένες σε ισάριθμα τουφέκια, ήταν συνεχώς «καρφωμένες» στους κροτάφους των Τερτσέτη και Πολυζωίδη, όπως περιγράφεται στα πρακτικά της δίκης: «Τέσσαρες τούτων ίστανται όπισθεν των καθισμάτων των δυο μη υπογραψάντων την απόφασιν Δικαστών, έχοντες τα λόγχας υπέρ της κεφαλής και κεκλιμένας παρά τους κροτάφους αυτών»! (Πρακτικά σελ. 378). Έτσι ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα να σηκωθούν ή έστω να κινηθούν κατ’ ελάχιστο για να πάρουν το λόγο και να ακουστεί δημόσια ότι η απόφαση δεν φέρει την υπογραφή τους, όταν σε λίγο θα άνοιγαν οι πόρτες για να επιτραπεί στο κοινό να μπει στην αίθουσα.
Καθήκοντα προέδρου ανέλαβε ένας από τους δικαστές της πλειοψηφίας, ο Δημήτριος Σούτσος, γαμπρός του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος έδωσε εντολή στον γραμματέα του δικαστηρίου να την διαβάσει όταν θα ξεκινούσε η διαδικασία. Στις διαμαρτυρίες των Πολυζωίδη και Τερτσέτη για το πώς είναι δυνατόν να αναγνωστεί απόφαση την οποία δεν συνυπέγραψαν, η απάντηση του Σούτσου ήταν «Εν ονόματι του νόμου, σας επιβάλλω σιωπήν», σε κάθε δε προσπάθεια να ανασηκωθούν, τους άρπαζαν από τους ώμους οι χωροφύλακες που στέκονταν πίσω και τους κάθιζαν στις έδρες τους. Όταν σε λίγο άνοιξαν οι πόρτες και ο κόσμος άρχισε να γεμίζει ασφυκτικά την αίθουσα, το πρώτο που αντίκριζε με έκπληξη, ήταν τα όπλα και τις λόγχες να σημαδεύουν κεφάλια δικαστών.
Φανταστείτε για λίγο το σκηνικό απείρου κάλλους: Χωροφύλακες με τις λόγχες «καρφωμένες» στα κεφάλια, όχι σιδηροδέσμιων κρατουμένων, αλλά των δικαστών που τους δικάζανε! Διακινδύνευαν πλέον όχι μόνο την καριέρα, αλλά και την ίδια τη σωματική τους ακεραιότητα χάριν της προσήλωσής τους στην έννοια της Δικαιοσύνης και στα δίκαια του ελληνικού λαού. Και τίθεται το ενδιαφέρον ερώτημα για όσους υποστηρίζουν ότι οι δικαστές σήμερα νιώθουν εγκλωβισμένοι ή βρίσκονται εκβιαζόμενοι, γι αυτό και δεν αντιδρούν στις κυβερνητικές αυθαιρεσίες, στην καταπάτηση του συντάγματος και στον βιασμό του ελληνικού λαού: Πόσοι από τους αρεοπαγίτες δικαστές που εξέδωσαν αποφάσεις υπέρ των εφαρμοστικών νόμων και του συνόλου της μνημονιακής νομοθεσίας, το έκαναν έχοντας καρφωμένες τις λόγχες στους κροτάφους τους; Κανένας! Πόσοι από τους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκριναν συνταγματικά τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, επειδή σύρθηκαν βιαίως και αντιστεκόμενοι μέχρι τα έδρανά τους; Κανένας! Πόσοι από τους κατώτερους δικαστές που καθημερινά δικάζουν υπέρ των τραπεζών και εις βάρος εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων πολιτών, το κάνουν υπό την απειλή κάποιου λογχοφόρου χωροφύλακα πάνω από το κεφάλι τους; Κανένας! Αν λοιπόν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης αποτελούν σύμβολα του θεσμού της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, τότε ποια σχέση μπορεί να έχουν με την Δικαιοσύνη όλοι αυτοί οι νυν συνάδελφοί τους, που χωρίς καν το άλλοθι του προσωπικού κινδύνου, ανέχονται την παράδοση της χώρας κι ενός ολόκληρου λαού στις ορέξεις αλλότριων συμφερόντων; Αν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης ανήγαγαν την Δικαιοσύνη σε προπύργιο του πατριωτισμού, τότε ποια σχέση με τον πατριωτισμό μπορεί να έχουν οι προαναφερόμενοι; Ποια σχέση με τις έννοιες της Δικαιοσύνης και του πατριωτισμού μπορεί να έχουν άτομα που παρέδωσαν την εθνική κυριαρχία, κρίνοντας συνταγματικά τα Μνημόνια, όπως κυνικότατα έπραξε η πρώην πρόεδρος του ΣτΕ και νυν ΠτΔ; Αναρωτιέται κανείς, στους δεκάρικους που βγάζουν όλοι αυτοί για τον Τερτσέτη και τον Πολυζωίδη στις διάφορες επετείους, αποκαλώντας τους μάλιστα «συναδέλφους» τους, αν νιώθουν σταλιά αιδούς όταν προφέρουν τα ονόματά τους. Ή μήπως έχει προχωρήσει τόσο η σήψη των συνειδήσεων, ώστε να μην αντιλαμβάνονται καν την αντίφαση των δικών τους πρακτικών, με το ήθος και τη στάση εκείνων των δύο δικαστών;
Επικράτησε το αδιαχώρητο στην αίθουσα, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων και το πλήθος των οπλισμένων χωροφυλάκων σε επιφυλακή για ενδεχόμενες αντιδράσεις του κοινού. Η κατηγορούσα αρχή και οι συνήγοροι υπεράσπισης πήραν τις θέσεις τους και με εντολή του Σούτσου, άρχισε ο γραμματέας να διαβάζει την απόφαση μέσα στην απόλυτη σιωπή, ενώ στις θέσεις των κατηγορουμένων, ο Κολοκοτρώνης άκουγε παίζοντας με τις χάντρες του κομπολογιού του. Όταν ακούστηκε η καταδίκη σε θάνατο, ξέσπασε αναταραχή που μεταδόθηκε έξω από το δικαστήριο, στο πλήθος που είχε κατακλύσει τη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Το σοκ και ο σάλος που προκλήθηκε στον κόσμο από το άκουσμα της ποινής, η εχθρική στάση που ένιωσαν να πλανάται έντονη και οι φήμες για πυροδότηση λαϊκής εξέγερσης, θορύβησε τους Βαυαρούς και τους υποχρέωσε να μετατρέψουν την ποινή σε κάθειρξη με έκδοση βασιλικής χάρης. Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές για να την εκτίσουν. Είναι χαρακτηριστική η απορία του Κολοκοτρώνη που παραξενεύτηκε βλέποντας ότι αντί για το ικρίωμα, τους οδηγούσαν στη φυλακή: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο;» ρώτησε, «δεν θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;».
Η δίκη των δικαστών
Το δράμα της ιστορίας αυτής δεν τελείωσε με τη βασιλική χάρη. Η αντίσταση των δύο Δικαστών προκάλεσε την οργή των σκευωρών που προέρχονταν κυρίως μέσα από τα ανάκτορα. Πέραν της πειθαρχικής ποινής που δέχθηκαν οι δύο δικαστές, της παύσης δηλ. από τα καθήκοντά τους με σκοπό να ακολουθήσει η οριστική απόλυσή τους, οι αντιβασιλείς Έιντεκ και Μάουερ έδωσαν την εντολή στον Μάσον ο οποίος συνέταξε κατηγορητήριο «κατηγορών αυτούς ως ενόχους της αρνήσεως υπηρεσίας και της με σκοπόν ιδιοτελή βλάβην του κράτους παραβάσεως της εχεμύθειας περί την ψηφοφορίαν του δικαστηρίου» (εφημερίδα Αθηνά, 28/6/1834) και με αιτιάσεις ότι χρηματίστηκαν από τη φατρία του Κολοκοτρώνη!
Ορίστηκε δικάσιμος για τις 20 Ιουλίου. Αναγκάστηκαν όμως να την μεταθέσουν επειδή ήταν τέτοια η αίγλη που είχαν περιβληθεί οι δύο δικαστές μέσα στο λαό για τη στάση τους, που διαπίστωσαν ότι δεν ήταν τόσο εύκολο να βρεθούν δικαστές πρόθυμοι να τους καταδικάσουν!
Εντέλει οδηγήθηκαν σε δίκη στις 24 Σεπτεμβρίου του 1834, τέσσερις μήνες μετά από την δίκη των δύο οπλαρχηγών, στην ίδια αίθουσα που γέμισε και πάλι ασφυκτικά. Αντιμετώπιζαν το άρθρο 135 της δικονομίας επειδή αρνήθηκαν να υποταχθούν στην πλειοψηφία της δικαστικής ψήφου, πράξη που προέβλεπε φυλάκιση μέχρι 5 έτη, όπως και το άρθρο 435 που καθόριζε ότι οι συζητήσεις των δικαστών είναι απόρρητες και άρα δεν έπρεπε να δημοσιοποιήσουν την άρνησή τους να υπογράψουν. «Η εντολή ου φονεύσεις μ’ εφόβιζεν απαρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου» ανέφερε στην απολογία του ο Πολυζωίδης, της οποίας μόνο λίγα αποσπάσματα έχουν διασωθεί, γνωρίζουμε όμως ότι «έδειξεν ευγλωττίαν και ακρίβειαν λόγου άξιαν των αρχαίων ημερών της Ελλάδος» (εφημερ. Εποχή 7/10/1834).
Η απολογία του Γεωργίου Τερτσέτη έφθασε μέχρι τις μέρες μας, ο οποίος ξεκίνησε λέγοντας στην εισαγωγή του «Ημείς Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος…» και συνέχισε: «Αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν».
«Ποιός είσαι εσύ» είπε απευθυνόμενος στον επίτροπο Μάσον, «που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς, να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
Μέσα σε ένα κατάμεστο ακροατήριο που τους άκουγε με συγκίνηση, οι δύο δικαστές αθωώθηκαν παμψηφεί και πανηγυρικά ενώ το πλήθος, όταν βγήκαν ελεύθεροι έξω, τους επευφημούσε. Αξίζει να μνημονεύσουμε τα ονόματα των δικαστών που τους αθώωσαν, παρά το κλίμα τρομοκρατίας και απειλών που εντείνανε οι Βαυαροί και παρά τα επικριτικά λόγια που εκστόμισαν οι δύο απολογούμενοι ενάντια στην «ξένη ακρίδα» που από τότε καταδυνάστευε τον τόπο: Πρόεδρος ο Ιωάννης Σωμάκης και μέλη του δικαστηρίου οι Ζηνόβιος Βλάβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Αντώνιος Κριεζής.
Ο Γερμανός σύμβουλος του υπουργού, τα πάντα ίδια!
Πόσοι από τους σημερινούς δικαστές έχουν συναίσθηση ότι παρόμοια κατάσταση βιώνει και σήμερα ο ελληνικός λαός; Όταν αποφαίνονται ότι είναι νόμιμα τα μνημόνια υποδούλωσης της χώρας, κλείνοντας τα μάτια και τ’ αφτιά στην αδρανοποίηση και άρα την ντε φάκτο κατάλυση του συντάγματος; Όταν ανέχονται την παράδοση της εθνικής κυριαρχίας από ντόπιες κυβερνήσεις-μαριονέτες προς όφελος ξένων δυνάμεων και ιδιοτελών συμφερόντων; Όταν κρίνουν καθημερινά εκατοντάδες αποφάσεις σε βάρος του χειμαζόμενου λαού και υπέρ των τραπεζικών του βιαστών;
Μπορεί να εκθειάζονται στις επετείους ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης, αλλά πολύ φοβούμαστε ότι η πλειονότητα των σημερινών συναδέλφων τους, ανταποκρίνονται περισσότερο στον ψυχισμό και τη στάση του Σούτσου, του Βούλγαρη και του Φραγκούλη, των τριών δικαστών της πλειοψηφίας που ανέχονταν σιωπηλοί τον εξευτελισμό κάθε έννοιας θεσμού δικαιοσύνης μπρος στα μάτια τους. Η σιωπή όμως δεν είναι πάντα χρυσός. Ιδίως στα μνημονιακά χρόνια που, όπως ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κων/νος Σχινάς, πήγε στα δικαστήρια για να επιβληθεί στους δύο δικαστές συνοδευόμενος από τον σύμβουλο του υπουργείου του, Γερμανό Johann Baptist Greiner, έτσι και τώρα πληθώρα Γερμανών και άλλων ξένων «συμβούλων» εκ Βρυξελλών, έχουν κατακλύσει τα υπουργεία και τους δημόσιους οργανισμούς, επιβλέποντας και προωθώντας σαν γκαουλάιτερ τις πολιτικές καθυπόταξης της χώρας και των πολιτών της. Καθιστώντας τη φράση του δικαστή Τερτσέτη προς τον Μάσον «Ποιός είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;» επίκαιρη παρά ποτέ.
Είναι στο χέρι των έντιμων δικαστικών να συναισθανθούν το χρέος τους προς την Δικαιοσύνη, προς την πατρίδα αυτή και το λαό της που τους ανέθρεψε και τους σπούδασε. Υψώνοντας το ανάστημά τους στην κρατική αυθαιρεσία και την ξένη κατοχή που μας επέβαλλαν. Για να ξεπλύνουν την ανοχή στο ζόφο που επέδειξαν μέχρι τώρα οι όσοι προσκυνημένοι συνάδελφοί τους και να δώσουν μια ευκαιρία στον εαυτό τους να ανυψωθούν, για να μπορούν να κοιτάζουν κατάματα τους ανδριάντες των Τερτσέτη και Πολυζωίδη ως άξιοι συνεχιστές τους.
Η κινηματογραφική ταινία ‘Η Δίκη των Δικαστών’
‘Η Δίκη των Δικαστών’ είναι μια ταινία της Φίνος Φιλμ παραγωγής 1974 σε σκηνοθεσία και σενάριο Πάνου Γλυκοφρύδη, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε στον σύνδεσμο αυτόν: https://vimeo.com/58890344
Μπορεί ίσως να προβάλλει κανείς τις οποιεσδήποτε ενστάσεις ως προς την κινηματογραφική αισθητική της εποχής, δεν μπορεί όμως να αρνηθεί την προσέγγιση των συμβάντων που με απόλυτη σχεδόν ακρίβεια τήρησε ο δημιουργός στην περιγραφή των γεγονότων. Είναι εμφανές σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και ιδίως της δίκης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, ότι ο σκηνοθέτης μελέτησε και μετέφερε αυτούσια τα συμβάντα από τα πρακτικά της δίκης και τις διασωθείσες μαρτυρίες.
Οι ερμηνείες όλες είναι πειστικές και αναδεικνύουν τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης. Ιδίως του Νίκου Κούρκουλου στο ρόλο του δικαστή Πολυζωίδη, του Χρήστου Τσάγγα στο ρόλο του επιτρόπου Μάσον, του Κώστα Μεσσάρη στο ρόλο του Βούλγαρη ή του Χρήστου Καλαβρούζου σ’ αυτόν του Πλαπούτα. Συγκλονιστικός είναι ο Γέρος του Μωριά από τον Μάνο Κατράκη που «μιλάει» με τη σιωπή του!
Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς την ταινία γιατί θα του δώσει ανάγλυφα και με λεπτομέρειες τα γεγονότα εκείνης της πολύκροτης δίκης, τις ίντριγκες του παρασκηνίου και, κυρίως, την στάση των δύο δικαστών που αναδεικνύεται από την εξαιρετική ερμηνεία του Ν. Κούρκουλου στην απολογία του Πολυζωίδη. Αφήνοντας ξεκάθαρες αιχμές για τις ξένες επεμβάσεις οι οποίες σημάδεψαν την ιστορία αυτής της χώρας μέχρι σήμερα.
Τους συντελεστές της ταινίας μπορείτε να τους δείτε εδώ: http://finosfilm.com/movies/view/179
Πηγές του άρθρου:
– «Η δίκη του Κολοκοτρώνη» της Αννίτας Πρασσά, δρος Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, προϊσταμένης Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας, σελ. 69–152 και «Ο απόηχος της απόφασης και οι αντιδράσεις» της Αντιγόνης Κουβίδη, ιστορικού ΜΑ επικοινωνίας, σελ. 171–190. “ΙΣΤΟΡΙΚΑ” της Κυριακάτ. Ελευθεροτυπίας, Ιανουάριος 2011.
–«Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα», Δημήτρη Φωτιάδη, εκδ. Ζαχαρόπουλος 1987.
–Άπαντα, Γεωργίου Τερτσέτη, εκδ. Γιοβάνη 1967.
–Τα Πρακτικά της δίκης, τυπωμένα το 1835 με έκδοση 1843, εκτενή αποσπάσματα των οποίων συμπεριλαμβάνει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]
Συγχαρητήρια στους αρθρογράφους για την παρουσίαση ενός ιστορικού αλλά και τόσο σύγχρονου θέματος.
Είθε οι δικαστές που θα το διαβάσουν, να εμψυχωθούν, και να ορθώσουν ηθικό ανάστημα υπερασπιζόμενοι το δίκαιο και τους Έλληνες πολίτες